Εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού
Περιεχόμενα
Ταξίδια ποίησης, πεζογραφίας, μουσικής, ζωγραφικής. Τον Αύγουστο φεγγοβολά η ολοστρόγγυλη σελήνη, σαν κρανίο φωτισμένο, λαμποκοπούν στα ξέφωτα τα αβαθή έλη, στάμνες λουσμένες φωτοστέφανα. Το ασημένιο φως πλανιέται πάνω από την επιφάνεια των νερών -γυαλοκοπούν τα βαλτονέρια και τα ποτάμια- γλιστρά μέσα από τις κουφάλες των γερασμένων δέντρων και τις βαθιές χαράδρες, φτάνοντας εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού δροσερά ξέφωτα, καταβυθίζεται σιωπηλά στις απάνεμες σπηλιές, ενώ τα ερπετά ανασαλεύουν από ηδονή κι έρωτα.
Νιώθω ευγνωμοσύνη, γιατί επιτέλους θα μάθω αν τις αυγουστιάτικες νύχτες με πανσέληνο πλημμυρίζουν τα δάση με ασχημομούρες, αναμαλλιασμένες μάγισσες και λυκανθρώπους, πού στήνουν χορό και γρυλίζουν στο ολονύχτιο πανδαιμόνιο, αρμέγουν το άργυρό αίμα του φεγγαριού, το πίνουν, και εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού και γίνονται ημίθεοι.
Είναι παραμορφωμένος από τις στάχτες της προαιώνιας λάβας, την οργή του Θεού, και μοχθηρός· τον περισσότερο καιρό λουφάζει στο σκότος μέσα στις πυκνές φυλλωσιές και στα κρύα ρεύματα του βουνού, μα είναι φεγγαροχτυπημένος και σεληνομανής. Βαδίζουμε σβέλτα, βουβά, ανηφορίζουμε δαιμονισμένοι προς τις κακοτράχαλες πλαγιές και τα πετρώδη μονοπάτια· στα πόδια μας τσακίζονται με κρότο τα σάπια κόκαλα και τα ξερόκλαδα — τα φαρδιά φύλλα κάτω από τις βελανιδιές γίνονται κίτρινη σκόνη και εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού στο χώμα, πολύ βαθιά, εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού βρικολακιασμένες αδηφάγες ρίζες των δέντρων.
Είναι μεσάνυχτα, πλησιάζουμε στην κορφή τού βουνου. Είναι μεσάνυχτα στο Μάρμπουργκ, καί κρυώνω πολύ, φο-βάμαι πολύ. Μεσάνυχτα — η σελήνη, ένας τεράστιος φανός, εποπτεύει μεσουρανίς τη μικροσκοπική ανθρωπότητα.
Τώρα ντύθηκε το ασημοκόκκινο ατλάζι, μεγαλοπρεπής στον θρόνο του ουρανού, λες και πλύθηκε με αίμα, χτενίστηκε με αίμα, και το σώμα της μοιάζει άλικο κι ασημί.
ΑΝΘΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΙ
Οι πέτρινες λίμνες τού φεγγαριού και τα άδεντρα φαράγγια ξεχείλισαν μέλι πορφυρό. Κρυώνω, πουντιάζω. Το χέρι μου σιγά-σιγά παγώνει — «Πατέρα, γιατί είναι τόσο κρύο το χέρι σου;» Μέσα στη σιγαλιά της πανσέληνης νύχτας, στο πυροφόρο δάσος, ένας βόρειος άνεμος μουγκρίζει από μακριά, ξεσηκώνει στο πέρασμά του τις ψυχές των δέντρων και των ζωντανών, καλπάζει με ορμή όπως τα άλογα του Αχιλλέα στον χάλκινο ουρανό.
Τα δέντρα λυγίζουν, ικέτες, στο ξέφρενο κυνηγητό κι υστέρα σηκώνονται ψηλά, λες και θα πετάξουν.
Μα εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού ρίζες τα κρατούν στέρεα στη γη, σκίζεται η νύχτα σε δύο κομμάτια, κι εμείς μέσα στη νεκρική σχισμή τυφλές σκιές κουβαριασμένες. Οι σκιές τρυπώνουν στην κάμαρη από παντού — τις κλειδαρότρυπες, το παραβάν, τα παραθυρόφυλλα. Στριμώχνονται ανάμεσα στα έπιπλα, κολλάνε όπως οι βεντούζες στα τζάμια, γαντζώνονται στις κουρτίνες σαν χνουδωτές ταραντούλες.
Τότε σχηματοποιούνται, γίνονται φιγούρες, σέρνουν τα βήματά τους η μία πίσω από την άλλη, συνωστίζονται στο δωμάτιο, ο χώρος ξανοίγει, μεταμορφώνεται· βλέπω τώρα μια πλατιά αίθουσα με σκοτεινούς καθρέφτες. Εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού δεν μιλά, δεν έχουν μάγουλα, είναι ρουφηγμένα στα οστά του προσώπου, μονάχα οι μύτες ξεχωρίζουν, ξεφλουδισμένες, μοιάζουν με μάσκες τρόμου σε θέατρο του μακάβριου.
Το δέρμα τους είναι καρβουνιασμένο και γκρίζο, άλλες σκιές είναι ακρωτηριασμένες. Μάτια αιωρούνται στο ταβάνι, κομμένα μπράτσα με νούμερα κρατάνε ακόμα τις βαλίτσες τους — από μέσα ξεπηδούν κούκλες τσακισμένες, ακέφαλες, κατσαρόλια, βούρτσες, γόβες, κουρέλια.
Οι γυναίκες στέκονται βουβές, κοντοκουρεμένες, σχεδόν φαλακρές, με φαρδιές γκρίζες πιτζάμες και πρησμένες κοιλιές, λες κι εγκυμονούν έναν κοπιαστικό θάνατο. Από τις βαλίτσες τους σταλάζουν βαριές μαυροπράσινες σταγόνες, αίμα και λάσπη, και καθώς πέφτουν στο πάτωμα γίνονται μικρά φίδια πού στριφογυρίζουν συρίζοντας. Άλλες είναι γυμνές, το δέρμα τους είναι καμένο και ξεκολλά σαν λέπια, σώματα ψειριασμένα, γεμάτα πυώδεις πληγές.
Τυφλές κι ανήμπορες, κουτουλάνε στους τοίχους, στο ταβάνι και στα τζάμια. Στο πάτωμα μπουσουλάνε σκελετωμένα παιδιά· τα ρουθούνια τους ξεκαπνίζουν καμένο εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού.
Κάποιες στιγμές οι φιγούρες κουνιούνται ρυθμικά, ανοίγουν το ζαρωμένο, ξεδοντιασμένο στόμα τους — «Είμαι ο αριθμός… ο αριθμός…». Πανδαιμόνιο, ένας γιγάντιος ψίθυρος μονάχα εισβάλλει στην κάμαρη, σαν να μηρυκάζει τον πόνο.
Εξασθενημένοι δρόμοι hampton θα βράδυ, περασμένες έντεκα. Μόλις πού πρόλαβα το βότανα για να χάσετε λίπος δρομολόγιο — αναχώρηση 9 και 15 από το Παρίσι.
Bifidus Regularis Σήμερα, μερικά συμπληρώματα μακροζωία όπως acidophilus μαργαριτάρια συνδυάζουν προβιοτικά σύμφωνα με αυτή τη θεωρία. Θεωρία του Metchnikoff δεν ήταν ακριβώς σωστό, αλλά έχει οδηγήσει μας να κατανοήσουμε τις επιπτώσεις τόσο της υγιούς και παθογόνων ανθυγιεινά βακτηριακών μικροοργανισμών που συνθέτουν την χλωρίδα στο γαστρεντερικό σωλήνα θηλαστικών και τις ανισορροπίες που προκαλούν στα επιμέρους συστήματα. Από την εποχή της ανακάλυψής του, έρευνα σχετικά με lactobacillus acidophilus έχει σε εξέλιξη.
Κάθομαι στο βαγόνι της πρώτης θέσης κι ακούω τον συρμό να στριγγλίζει πάνω στις χιονισμένες ραγές, σκαρφαλώνοντας τις φιδίσιες στροφές του βουνού. Πιάνοντας μια στενή στροφή, το τρένο επιβραδύνει απότομα και βγάζει έναν δαιμονισμένο θόρυβο, τα φρένα σκαλίζουν τη σκουριά σαν λεπίδι, η σκουριά λιώνει από την τριβή και σμίγει με το νυχτωμένο χιόνι. Η νύχτα στο βουνό δεν μπορεί να κοιμηθεί, είναι εκκωφαντικός ο θόρυβος της μηχανής, απανωτές οι εκρήξεις στα σωθικά τού τρένου· κι έτσι παρακαλεί να εκτροχιαστεί ο καταραμένος συρμός, για να γαληνέψει.
Οι γίγαντες του δάσους θέλουν να μείνει ξάγρυπνη η υγρή νύχτα, για να κοιμηθούν οι πετροκότσυφες στις αχυροφωλιές εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού κρέμονται -με τις κοιλιές τους γεμάτες γαλαζωπά αυγά- από τα ψηλά κλωνάρια σαν γινωμένα τσαμπιά. Κάτω από τις ράγες οι βράχοι αναστενάζουν στο σκοτάδι.
Ευτυχώς που κάποιο καλοκαίρι τα μυρμήγκια άνοιξαν γαλαρίες κι είδαν λίγους σπόρους γαλάζιο φως να χύνονται στο χώμα εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού σε λίγες στάλες βροχής, πασκίζοντας να φυτρώσουν, θηλυκό κι αρσενικό φώς.
Μεγάλη στροφή, σφυρίζει το τρένο τρεις φορές, τέσσερις φορές, μουγκρίζει η ατμομηχανή καταπίνοντας λαίμαργα το μαύρο κάρβουνο, αγκομαχά σαν το κεφάλι τού λιονταριού που κουράστηκε να κυνηγά ελάφια στη γλιστερή άβυσσο.
Κι υστέρα τα βαγόνια κλυδωνίζονται στο ξέφωτο από μια αρμαθιά αέρηδες που αντιπαλέψανε κάτω από το φεγγαρόφωτο και ειρήνεψαν, για να γίνουν σιδερένια γροθιά που πέφτει στη γη, λαξεύει τούς βράχους και σκάβει λαγούμια. Η λίμνη μοσχοβολά βατράχια και πράσινα κοχύλια, η άμμος καρτερεί το φώς να κεντήσει το χρυσοκίτρινο υφάδι· μα δεν θα ξημερώσει απόψε, δεν θα ξημερώσει αύριο, γιατί ούτε χθες ξημέρωσε.
Το τρένο πρέπει να φτάσει στον προορισμό του, να συναντήσει τα χρωματιστά όνειρα των τυφλών. Ο εισπράκτορας εμφανίζεται υποβασταζόμενος από τα δεκανίκια μιας πένθιμης ελπίδας που σέρνεται στον ζαρωμένο διάδρομο· στο πηλήκιό του το έμβλημα είναι ένας χάλκινος πυρσός. Πίσω της στέκεται διακριτικά ένα ζευγάρι, ο Βενσάν και η Σοφί, σηκώνουν τα χέρια ψηλά λες κι αγκαλιάζουν αόρατα τείχη ψελλίζοντας μελαγχολικά ένα ακαθόριστο «αντίο».
Τούς βλέπω μέσα από το θαμπό τζάμι του βαγονιού, πού ολοένα μικραίνουν, ώσπου να σβήσουν οι εικόνες τους μες στο τεμαχισμένο μου βλέμμα — σπαράγματα μαραζωμένης μνήμης. Είχαμε αναχωρήσει βιαστικά από το καφέ «Λέ ντε Μαγκό», απέναντι από την εκκλησία Σαιν Ζερμέν, αφού απολαύσαμε ζεστές κρέπες με αχλάδια, πασπαλισμένες με ζάχαρη άχνη, και μπάλες παγωτό βανίλια. Η Κλεμεντίν είχε βυθίσει τα μεγάλα μάτια της στα μάτια μου, κι έβλεπα με τα δικά της, ένα ζευγάρι μάτια θηλυκά, το μενεξεδί σούρουπο πού απλωνόταν νωχελικά στην Πόλη του Φωτός σαν εαρινή παλίρροια.
Εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού ήθελε να ταξιδέψω με το τελευταίο τρένο για τη Λυών.
Το ο Σμιθ ανέφερε ότι βίωσε το πρώτο από τα τέσσερα ετήσια οράματα του αγγέλου Μορόνι και έμαθε για το αρχείο που συνέταξε ο αρχαίος προφήτης Μόρμον.
Όταν ο Βενσάν παρενέβη καθησυχαστικά, η Κλεμεντίν τον διέκοψε με σπαραχτική φωνή: «Δεν συμφωνώ μαζί σου, Βενσάν. Η αμαξοστοιχία πλησιάζει ράθυμα στον κεντρικό σταθμό της Λυών, τρυπώνει στη στενή σήραγγα διασχίζοντας το στομάχι του λόφου. Κλείνω τα μάτια σφιχτά για να μη βλέπω το σκοτάδι, κρατάω την αναπνοή στο στήθος εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού για να μην εισπνέω τον λιπαρό αέρα. Οι ράγες είναι χορταριασμένες στη σήραγγα, ανάγλυφη σιδηροτροχιά λησμονημένη ακόμα και στις ρίμες των ποιητών.
Φτάνουμε στη χιαστή διασταύρωση, το τρένο σφυρίζει υπόκωφα για ύστατη φορά, στο βάθος της πλατφόρμας διακρίνω τους επιβάτες πού περιμένουν βουβά με ψηλά καπέλα, ομπρέλες, μπόγους κι αποσκευές. Εγώ δεν έχω αποσκευές. Θα πρέπει να ξέχασα τη βαλίτσα μου στην αποβάθρα στο Παρίσι, όταν βιάστηκα να πεταχτώ στο βαγόνι — ευτυχώς η Κλεμεντίν θα τη φύλαξε, ίσως τη φρεσκάρει κιόλας με καφετί βερνίκι· η υφασμάτινη ταπετσαρία στο εσωτερικό της σκίστηκε σε μια γωνιά.
Εκεί φύλαγα το διαβατήριό μου και λίγα χαρτονομίσματα για έκτακτη ανάγκη. Το τρένο γλιστρά απαλά στις ράγες του τερματικού λες κι είναι τσουλήθρα, κόβει ταχύτητα, τα φώτα στο βαγόνι αναβοσβήνουν σαν βραχυκυκλωμένα, υστέρα σβήνουν ολότελα. Στην πλατφόρμα γυναίκες, άντρες, παιδιά σπρώχνονται, στριγγλίζουν, στρέφουν το κεφάλι, και στο βλέμμα τους αισθάνομαι την αύρα ενός διαστατού κενού. Το βαγόνι ακινητοποιείται για λίγα δευτερόλεπτα· έχω την αίσθηση ενός θολού απονεκρωμένου χρόνου που μετεωρίζεται στον αφρό μιας θαλάσσιας δίνης.
Ο σταθμάρχης ανυψώνει την πράσινη ράβδο σηματοδότησης, κι αμέσως αρχίζει ένα ανάστροφο ταξίδι — τώρα πια έχω την πλάτη γυρισμένη κι ακούω τούς ήχους ανάποδα. Αυτός είναι ό τελευταίος μου σταθμός. Άλλα το τρένο σφυρίζει ήδη εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού διασταύρωση και σέρνεται ξεφυσώντας «τσαφ, τσουφ» στις ράγες· φτάνει στο φαράγγι, διέρχεται πάνω από τη γέφυρα και σκαρφαλώνει στο βουνό.
Ό εισπράκτορας εμφανίζεται και πάλι, το βλέμμα του είναι ανέκφραστο, άτονο, σκυθρωπό, σαν να ιχνηλατεί τις ρωγμές στο διάφανο γκρίζο της καμπίνας. Τεντώνομαι να ρεύσει το αίμα στις φλέβες μου, μα είμαι καθηλωμένος στο κάθισμα, τα πόδια μου είναι βαριά σαν πέτρα, τα χέρι μου παγωμένα σαν εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού, νιώθω έναν οξύ πόνο στο στήθος και κάτι ζεστό να τρέχει στο δέρμα μου κάτω από τα ρούχα. Με κοιτάζει με ύφος ασπόνδυλο, το βλέμμα του υποκρύπτει χλευασμό για τούς αμύητους — το κεφάλι του μοιάζει με σβηστό φανάρι, τα μάτια του σαν στρογγυλές χαρακιές στο γυαλί.
Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών - WRSP
Ναι, βέβαια, Κλεμεντίν, σήμερα εκκολάπτονται αλλόκοτοι άνθρωποι, λεηλατημένα είδωλα ενός άστεγου, αφέγγαρου κόσμου. Επιστρέφουμε στο Παρίσι, η αμαξοστοιχία κυλά στις ράγες βουβά, προσέχω το ρολόι στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό, δείχνει 9 και Σκέφτομαι πώς θα έχει ήδη αναχωρήσει το τρένο των 9 και 15 για τη Λυών.
Εκεί στην αποβάθρα διακρίνω την Κλεμεντίν σωριασμένη στα γόνατα, στο πρόσωπό της βραδιάζει ο πόνος, βλέπω τον Βενσάν βουρκωμένο να μισοσκεπάζει με το μάλλινο παλτό του ένα αδρανές μαραγκιασμένο σώμα.
Εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού χείλη τους, «στο στήθος, τον βρήκε στο στήθος» — στην παγερή αποβάθρα ένας άνθρωπος αιμορραγεί. Κάποιοι ταξιδιώτες προστρέχουν να βοηθήσουν, κάποιοι άλλοι απομακρύνονται βιαστικά, να ξεφύγουν από τον απροσδιόριστο κίνδυνο.
- Έκζεμα αδυνατίσματος
- Η κοιλιά υποστηρίζεται για να χάσει βάρος
- Πρέπει να χάσουν βάρος απελπισμένα
- Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων [3] - jamesonplace.es
- Συμπλήρωμα που σας βοηθά να χάσετε βάρος
- Τό κουπί καί τό ιστίο Μάζεμα τών πανιών σέ μιά νάβα.
- Αν και η Γεωργία έγινε επίσημα χωριστή χώρα μόλις τοκατά τη διάρκεια της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, τα αρχαία βασίλεια της Κολχίδας και της Ιβηρίας υπήρχαν σε αυτήν την περιοχή πολύ πριν από την αρχή της εποχής μας, και η σημερινή πρωτεύουσα του κράτους, η Τιφλίδα, για περισσότερα περισσότερο από ενάμιση χιλιάδες χρόνια.
Συγκρούονται οι κινήσεις τους και ζευγαρώνουν, χωνεύονται στη μεγάλη εικόνα του σταθμού και απομένουν μονάχα λίγοι άνθρωποι, ατελή δυσδιάκριτα πρόσωπα, ναρκωμένα από τον φόβο. Διαισθάνομαι τη στυφή γεύση της απόγνωσης να αιωρείται στη μουχλιασμένη ατμόσφαιρα του σταθμού, τα χείλη μου ραγίζουν, στάζουν αίμα και κρυσταλλιάζουν.
Πάνω στο παγκάκι είναι μια καφετιά βαλίτσα. Το τρένο κοντοστέκεται σαν γέρικος γίγαντας υστέρα φορτώνει κάρβουνο η μηχανή και ξεκινάμε το ταξίδι για τη Λυών. Ο εισπράκτορας επαναλαμβάνει την επωδό: «Κύριε, βρίσκεστε στο τρένο με προορισμό τη Λυών». Φωνάζω τον εισπράκτορα. Αυτή τη φορά με διορθώνει. Ακούω τον μεταλλικό αντίλαλο της αφυδατωμένης μου κραυγής: «Θέλω να κατεβώ από το καταραμένο τρένο». Ήταν ελαφρά νοτισμένο από την υγρασία κι οι σελίδες ήταν κατάστικτες από μαυριδερές κηλίδες και κιτρινωπά ακανόνιστα εξογκώματα σαν εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού σπυριά.
Χαμογέλασα στη σκέψη ότι οι μύκητες της μούχλας θα είχαν μάλλον αποθαρρύνει τους τερμίτες να το πλησιάσουν. Η πρώτη σελίδα είχε αποκοπεί βίαια προ καιρού, συνεπώς δεν μπορούσα να γνωρίζω τη χρονολογία έκδοσης. Έτσι, ως έμπειρος βιβλιόφιλος, ξεφύλλισα προσεκτικά τον τόμο μέχρι το τέλος της εισαγωγής, που παραδόξως ήταν και το τέλος του ολιγοσέλιδου δίαιτα z koktajlami, για νι διαβάσω ένα γνωστό μου όνομα, Φλόυερ Σίντενχαμ — και μετά Λονδίνο, Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά στο στήθος μου κι ένιωσα ίλιγγο από τη συγκίνηση.
Ο Σίντενχαμ, ήξερα, δεν είχε μεταφράσει τον πλατωνικό Θεαίτητο δεν θυμάμαι να είχε προλάβει να ξεκινήσει αυτό το δύσκολο εγχείρημα. Αυτό το πυκνογραμμένο βιβλίο που κρατούσα στα χέρια μου, που ψαχούλευα με αγάπη κι αγωνία, έκρυβε μέσα του ένα αίνιγμα.
Στις πρώτες σελίδες ο Σίντενχαμ αναφερόταν στις απόψεις τού Σερ Τόμας Μπράουν για τα εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού. Οπαδός της νέας επιστήμης, ο φυσικός φιλόσοφος Μπράουν ήταν ένα ιδιόρρυθμο μείγμα εμπειριστή και δεισιδαίμονος χαρακτήρα.
Επιπτώσεις των Acidophilus μαργαριτάρια
Στη Θρησκεία ενός φυσικού επιστήμονα, που εξέδωσε ανώνυμα τοπροχωρούσε μεθοδικά στην αποδόμηση των «κοινών ψευδαισθήσεων» και διατύπωνε μεν ανορθόδοξες θρησκευτικές απόψεις, άλλα επέμενε στην ύπαρξη των λυκανθρώπων και των δαιμόνων. Τα ξωτικά που καταβρόχθιζαν τις ρίζες του νερού στις πράσινες λίμνες και οι ξενυχτισμένες μάγισσες που έκαναν μαγγανείες του προκαλούσαν δέος.
Με την πάροδο του χρόνου, ο Μπράουν ανέπτυξε μια ακατανίκητη έμμονή με τον θάνατο — την τελευταία πράξη που συνθλίβει ανελέητα με χλεύη την ανθρώπινη ζωή, τον θάνατο των έμβιων οργανισμών και την απόληξή τους στη χοϊκή μήτρα. Τον μισό χρόνο της ζωής μας τον περνάμε στη σκιά της γης. Κι ο άγγελος του θανάτου απομυζά το ένα τρίτο της ύπαρξής μας. Ο ύπνος μας παρασέρνει σε μονοπάτια μύησης στον άυλο κόσμο της αιωνιότητας.
Το φώς της μέρας μας εφοδιάζει με αισθησιακές εικόνες, αβέβαιες ματιές, απατηλά χρώματα, απατηλές οσμές, ρόδα μαραμένα… Η νύχτα ανακαλεί μια μνήμη απρόσιτη, πέρα από τη μεταβλητότητα των πραγμάτων, μες στο ονειρώδες πέπλο της μυθοπλασίας. Συνεπώς είναι αδύνατον για τον άνθρωπο να διακρίνει μέσα στο ίδιο το όνειρο ποια πράγματα είναι περισσότερο αληθινά από κάποια άλλα. Μια πρόσθετη δυσκολία είναι η αδυναμία του ανθρώπου να ξεχωρίσει ανάμεσα στην κατάσταση του ονείρου και του μη ονείρου, του όντος και του μη όντος.
Κι αν τα όνειρα είναι η πύλη μιας αόρατης, δυσθεώρητης πραγματικότητας, μια αναλαμπή στον ζόφο της φαινομενικότητας; Αν ζούμε κοιμισμένοι, κι αν όντας ξύπνιοι, δραπετεύουμε από την πραγματικότητα, διότι φοβόμαστε να τη βιώσουμε; Αν παραδεχόμασταν πως «η γνώση απορρέει από την αίσθηση», τότε θα έπρεπε να εξαγάγουμε ένα και μόνο θλιβερό συμπέρασμα: δεν υπήρξε, δεν υπάρχει, ούτε ποτέ θα υπάρξει βέβαιη γνώση.
Κι όμως κάποιος είχε προσπεράσει το κομβικό εικοστό εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού σκαλοπάτι. Στην απόλυτη μυστικιστική σιωπή της υπόγειας κατακόμβης άκουγα πολύ καθαρά τα βαριά βήματα να κατεβαίνουν ένα-ένα, αργά-αργά και προσεκτικά, τα ελικοειδή σκαλοπάτια. Απέναντι μου στεκόταν ένας ηλικιωμένος κύριος με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού, ελαφρά καμπούρης και ισχνός.
Ήταν ντυμένος φτωχικά- φορούσε κίτρινο γιλέκο, άσπρο πουκάμισο με πλατύ γιακά και μαύρο παλτό. Τό κεφάλι του σκέπαζε ένα ημίψηλο καπέλο.
Έγειρε ελαφρά το σώμα, ως υποκλινόμενος, και με πλησίασε στο πρόσωπο. Και μετά -θυμάσαι;- απορούσες γιατί δεν υλοποίησα ποτέ τα σχέδιά μου· σκεφτόσουν τι σκεφτόμουν, ανασυγκροτούσες στο μυαλό σου τα κίνητρά μου, τις προθέσεις μου· ωστόσο δεν έβγαζες ένα λογικό συμπέρασμα.
Άμορφο υλικό, όπως μια χούφτα σκόνη». Ο Σίντενχαμ ανασηκώθηκε, ανασκουμπώθηκε, στήριξε με δυσκολία εξασθενημένοι ναύλοι τσαγιού σκελετωμένο του κορμί στο μπαστούνι, σαν έτοιμος να φύγει. Κοντοστάθηκε για λίγο, τον είδα εξασθενημένο πολύ και τρόμαξα, ξαφνικά όμως το πρόσωπό του φωτίστηκε και ξανασιάστηκε στο κασόνι με τα βιβλία.
Ξεροκατάπιε, με κοίταξε διαπεραστικά με τα ζαρωμένα υγρά του μάτια, που ήταν βυθισμένα στις κόγχες του λεπτοκαμωμένου του προσώπου. Διέκρινα την αγάπη σου, τον υπέρμετρο θαυμασμό σου, που ίσως όμως δεν άξιζα. Εγώ, ένας ταπεινός αναγνώστης του Πλάτωνα -ναι, είναι αλήθεια, πρώτος προσπάθησα να τον μεταφράσω σε γλώσσα κατανοητή- χάθηκα ξαφνικά, λες κι άνοιξε τις πύλες της η άβυσσος και με παρέσυρε στην αέναη ανακύκλωση.
Σου έδωσα, σου έδινα, ακόμη σου δίνω κάποιες ενδείξεις στις υποσημειώσεις μου. Μάταια όμως, τις προσπέρασες βιαστικά.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ – ΠΟΙΗΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ
Υποτίμησες τα μικρά για τα μεγάλα, τα άρρητα για τα ρητά — όμως η αλήθεια κρύβεται στις φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες των πραγμάτων. Αυτό δεν είναι το μεγάλο μυστικό του φιλοσοφικού στοχασμού; »Άκου λοιπόν, άκουσέ με προσεκτικά. Το μυαλό σου δεν μεγάλωσε ακόμη για να κατανοεί το μεγαλείο της αμφιβολίας.