Οι τσίχλες οκλαδόν καίνε το λίπος της κοιλιάς. files:elliniki_vivliothiki:arkhaioi_athenaioi_edones_katakhreseis [Ganino]
Περιεχόμενα
Ότι η καρδιά του άρρυθμα χτυπούσε. Έλεγαν ότι το χνούδι της άτακτης ζωής του ύψωνε ολόγυρα λόφους ροδοπέταλα. Αυτός έλεγε κάθε φορά που έπιανε την πένα-φτερό ότι έβλεπε παραδείσια πουλιά να τρυπώνουν μέσα στη φόδρα της ρεντιγκότας του κι ότι συχνά η πορφυρή μεμβράνη του ανάγλυφου υφάσματος αναρριγούσε. Εκεί μέσα, σε κρυφές σπηλιές, συσσωρεύονταν κι επωάζονταν μυριάδες. Ώσπου κάποτε σαν χείμαρρος ξεχύθηκαν από τα μάτια, το στόμα, τα αυτιά του.
Λέξεις ηχηρές, μελωδικές σαν χορωδίες. Κι αυτός, μισοπνιγμένος όπως ήταν, δεν ήξερε τι να κάνει με δαύτες. Ο καλοκαιρινός ουρανός είχε το χρώμα της ιδανικής χώρας. Η ιδανική χώρα όμως είναι μια ψευδαισθητική κατασκευή.
Πώς θα πάμε για το farting;
Ένας άνθρωπος ζει μια συναρπαστική ζωή κι έπειτα η ζωή έχει περάσει. Αυτός, ο πνιγμένος, κείτονταν στην αμμουδιά σιωπηλός σαν βυθός. Αυτή, η αιώνια αγαπημένη, στεκόταν με λίγους φίλους πνιγμένη στα δάκρυα. Μέσα στη θαλασσοταραχή, με τελική πορεία το Λιβόρνο, το σκαρί έσπασε στα δύο, η περιδίνησή του στην ανταριασμένη θάλασσα τον βύθισε κατακόρυφα κι έπειτα τον εκσφενδόνισε στην κόψη των κυμάτων σαν να ήταν βέλος. Οι πνεύμονές του δεν γέμιζαν πια με λέξεις αλλά με νερό.
Ένας φάκελος δερματόδετος άνοιξε και τα ποιήματα έχασαν τον αρχικό τους προορισμό — σκόρπισαν μέσα στις μαύρες τρικυμισμένες μπούκλες του θανάτου. Άνθος πληγή ή πληγή άνθος; Στεκόταν αναποφάσιστη εκεί επάνω στη ρωγμή του κόσμου, εκεί όπου η ψυχή έσπασε κι ένα πνεύμα πέταξε αφήνοντας πίσω ένα σώμα άκαμπτο και βρεγμένο. Ένα σώμα που περιείχε ακόμα κάτι πολύτιμο, μοναδικό σαν δακτυλικό αποτύπωμα.
Φουσκωτό σαν γροθιά, έχασκε στη γυμνότητά του παραγεμισμένο με ένα στριμωγμένο ορμητικό ποτάμι στο πάθος της παραφοράς, με τη θεϊκή τρέλα του ακατανόητου με αγάπες ζοφερές και ποικιλόχρωμους πόνους, κυρίως αυτούς. Το κόκκινο σύμβολο του ρομαντισμού βγήκε από μέσα του ορθάνοιχτο σαν τεντωμένο αυτί, σαν άγριο μάτι.
Τώρα ό,τι απέμεινε από αυτόν κείτεται εκεί στο ξύλινο γραφείο της συγγραφής όπου τη συντροφεύει, για να ζει, για να δημιουργεί, μακριά από τον θόρυβο του κόσμου.
Μέσα σε γκρίζα ακούσια απώλεια βάρους, μέσα σε ύπνου στάχτες, σε έναν πένθιμο πύργο που ολοένα ψηλώνει, οι νυχτερίδες φράζουν με τα αγκυλωτά φτερά τους τα παράθυρα. Ένας επίμονος κτύπος στο τζάμι και το μεγαλύτερο κλαδί του θαλασσόδεντρου που λικνίζεται στον ψυχρό αέρα ανοίγει σαν ξύλινο χέρι τα παραθυρόφυλλα αιφνιδιαστικά, σκορπίζοντας τις νυχτερίδες μακριά.
Σκουριασμένα κλειδιά και χρυσά κουμπιά ξεφυτρώνουν στη θέση των φύλλων από παντού, τα μικρότερα κλαδιά σαν πράσινα πλοκάμια ελίσσονται, μακραίνουν, σκαλώνουν στα μαλλιά της οικοδέσποινας και την ανασηκώνουν ψηλά κρατώντας την μετέωρη. Το φανταστικό απώλεια λίπους λίπους κυριεύει το δωμάτιο. Ο κόσμος δονείται.
Σε ένα φανταστικό λεπτό ενός φανταστικού κόσμου, συντονισμένες στους κραδασμούς του οι ευγενικές ψυχές στροβιλίζονται. Τότε η καρδιά αρχίζει να πάλλεται. Η βαλσαμωμένη καρδιά κτυπάει ξανά μέσα στο γυάλινο δοχείο της φορμόλης. Μεθυσμένα από νέκταρ πουλιά ξεκλειδώνουν με τα ράμφη τους τις κλειδωνιές κι αυτή αρχίζει να βλέπει και πάλι αρωματικά όνειρα σε μια στιγμή τέλειας ομορφιάς όπου όλα ενώνονται.
Διαβάζοντας ρυθμικά τους στίχους του, η καρδιά του ποιητή στο συρτάρι του γραφείου της ξέφρενα φτεροκοπά. Κάποτε η καρδιά συρρικνώνεται, αλλάζει όψη.
files:elliniki_vivliothiki:arkhaioi_athenaioi_edones_katakhreseis [Ganino]
Ένα κομμάτι ξεφούσκωτο πετσί πετά αγκάθια κι ένα μπουμπούκι. Το μπουμπούκι άνθισε και το πορφυρό του χρώμα πλημμύρισε το δωμάτιο. Δεν είναι πια μόνη. Η τερατώδης παλάμη του τερατώδους ήρωά της, ραμμένη με διαφορετικές κλωστές και δέρματα τής κρατά σφιχτά το χέρι.
- Πώς να χάσετε το λίπος στην κοιλιά χαμηλότερα
- Τα πράσινα μήλα βοηθούν στην απώλεια βάρους
- Δίαιτα με λεμόνι χρένο και μέλι
Μετά τη φανταστική του επιδρομή το φανταστικό θαλασσόδεντρο υποχωρεί. Μαζεύει, συρρικνώνει τα ατίθασα φρέσκα κλωνάρια του και ακινητοποιείται στο πραγματικό δέντρο που ήταν, στην αρχική του μορφή, στην αρχική αγέρωχή του θέση, στην ανατολική μεριά του κήπου, εκεί όπου γίνεται ορατό, σχεδόν απτό από το παράθυρο του γραφείου. Στεφανωμένη με ένα λεπτοδουλεμένο στεφάνι από σφιχτοδεμένα κλαράκια και φύλλα ιερής βελανιδιάς, η Μαίρη Σέλλεϋ με τις τσέπες της γεμάτες κουμπιά και κλειδιά ξέρει.
- Πάει να πιάσει μια δουλειά σαν διευθυντής πωλήσεων σε μία πολυεθνική εταιρία και εκεί ο γενικός διευθυντής του έκανε πρώτα ένα interview για να δει αν ήταν καλός για τη δουλειά.
- Seierstad Asne - O Vivliopolis Tis Kabul - jamesonplace.es
- ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ – ΠΟΙΗΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ
Κουμπώνοντας μια πληγή ξεκλειδώνει ένα άνθος. Η γη από πάνω, ο ουρανός από κάτω. Ήταν μια φυσιολογική μέρα που ξεκίνησε κανονικά με τους γνώριμους ήχους και θορύβους.
- Digitized by 10uk1s, Dec.
- Πολλα γελια [Αρχείο] - jamesonplace.es
Ένας κόσμος υπεράνω κοσμιότητας ανέτειλε ξανά. Η μέρα τους ξεκίνησε ασταθώς ή μάλλον ανάποδα. Δεν ήταν μια μέρα με αναποδιές, αλλά μια μέρα κυριολεκτικά ανάποδη με μια αναποδογυρισμένη βαρύτητα.
Η μικρή τους πόλη σε μια νύχτα, με μια αίσθηση κι ένα θρόισμα σαν να αδειάζει από την άμμο της μια παραλία, γύρισε σαν κλεψύδρα ανάποδα. Όλα τα καλώδια από τις πρίζες τους τραβήχτηκαν κι η πόλη απενεργοποιήθηκε. Μαζί με τις ηλεκτρονικές τους συσκευές οι άνθρωποι της αναποδογυρισμένης πόλης έχασαν και τα δακτυλικά τους αποτυπώματα που έμειναν κολλημένα πάνω στις οθόνες αφής και στα πληκτρολόγια. Όμως οι αναποδογυρισμένοι κάτοικοι της απενεργοποιημένης πόλης με τον τρόμο στα μάτια άρχισαν να τρέχουν έξαλλοι ανάποδα, πάνω κάτω, ανησυχώντας περισσότερο για τις επαφές και τις οθόνες και τα αυτοκίνητα που έχασαν παρά για το γεγονός ότι αναποδογύρισαν.
Η σημερινή ανάποδη πόλη που κατοικούνταν από φανατικούς πιστούς της τεχνολογίας είχε διώξει όλους τους καλλιτέχνες και όλους τους ονειροπόλους.
Αυτοί που έμειναν ήθελαν την ησυχία τους, κανένας να μην ενοχλεί, κανένας να μην αναστατώνει την ενασχόλησή τους με αλγόριθμους και θετικούς αριθμούς.
Γυρισμένοι ανάποδα οι άνθρωποι της ανάποδης πόλης, έτσι όπως περπατούσαν με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω στα ταβάνια των σπιτιών και των δημόσιων κτιρίων χωρίς να πέφτουν, αναρωτιόνταν για το μυστήριο της νέας οι τσίχλες οκλαδόν καίνε το λίπος της κοιλιάς που ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι και αδειάζει το αίμα από τις φλέβες των ποδιών, κάνοντάς τους μαρτυρικά να υποφέρουν βλέποντας την πόλη τους γυρισμένη ανάποδα, έτοιμη να χυθεί σαν σούπα κάθε λεπτό στο ουράνιο κενό, βλέποντας τους ίδιους να περπατούν χωρίς να πέφτουν.
Ένας ανάποδος άνθρωπος, κάτι σαν τελάλης-προφήτης, βγήκε περπατώντας ανάποδα στους ανάποδους δρόμους και φώναξε ότι αν δεν πιαστούν όλοι οι κάτοικοι της μικρής ανάποδης πόλης σφιχτά από τα χέρια, τα μεσάνυχτα η μυστηριώδης μαγνητική βαρύτητα που τους κρατά ακόμα κολλημένους σε ένα έδαφος ανάποδο θα χαθεί και θα γκρεμιστούνε όλοι και όλα στο άπειρο. Οι ανάποδοι άνθρωποι της μικρής ανάποδης πόλης άρχισαν να κοιτιούνται με απορία μια που δεν είχαν πια κινητά οι τσίχλες οκλαδόν καίνε το λίπος της κοιλιάς άλλες ηλεκτρονικές συσκευές για να κοιτάξουν και να αναζητήσουν ειδήσεις, νέα, ειδοποιήσεις και άλλα μηνύματα ούτε αυτοκίνητα και άλλα μέσα για να μετακινηθούν.
Δεν υπήρχε κανένας ηλεκτρονικός τρόπος ή κόμβος για να τους εξηγήσει τι τους συμβαίνει και γιατί. Ρηχοφυτρωμένοι στη λίμνη του χρόνου, ένιωθαν πως χάνονται με την ελαφρότητα και την προσωρινότητα του νούφαρου, έτσι όπως ανάποδα όλα τα κοιτούν στην αφρισμένη σιωπή της απεραντοσύνης όπου μονολογούν κι αναρωτιούνται αν οι άνθρωποι έγιναν υπολογιστές ή οι υπολογιστές άνθρωποι.
Κι όταν η ανάποδη μέρα είχε πάρει για τα καλά τον δρόμο της, σκέφτηκαν αυτοί οι λογικοί πως αν όλοι οι τρελοί της γης κάθονταν μεμιάς πάνω στην τεντωμένη χορδή της λογικής, τότε το παράλογο του κόσμου θα έσπαζε με μια στριγκλιά, έναν πάταγο και θα απελευθέρωνε ταυτόχρονα σμήνη από πλάσματα παράξενα, μισούς ανθρώπους, μισά πουλιά. Τότε άρχισαν να ταλαντεύονται πέρα δώθε σαν λουλούδια στο απαλό τρέμουλο της γης κι η λύπη τους για την ανθρωπότητα άνοιξε από κάτω τους τις ομπρέλες του Θεού.
Οι άνθρωποι της μικρής πόλης ξυπνώντας θα συνειδητοποιήσουν ότι δεν ήταν όλοι αυτοί, αλλά οι εαυτοί τους οι γυρισμένοι σαν νυχτερίδες ανάποδα. Venus Victrix Αναρωτιόταν πόσο σκληρή κι ανέκφραστη μπορεί να γίνει η ομορφιά.
Όσο κι ένα άγαλμα, σκεφτόταν. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Ήταν πολύ όμορφη η Paolina Bonaparte Borghese. Συχνά φαντασιωνόταν την Paolina γυμνή, όμως ήξερε καλά ότι δεν θα πόζαρε ποτέ σε μια άσεμνη, κατά τη γνώμη της, στάση.
Κι όμως αυτός ηδονιζόταν μόνον όταν σκάλιζε στο μάρμαρο τη σάρκα γυμνή. Θα χρησιμοποιούσε ως μοντέλο μια πρώην ερωμένη του. Κανένας δεν θα το καταλάβαινε. Θα κολλούσε το θεϊκό σώμα της άσημης, λαϊκής κοπέλας στο αριστοκρατικό κεφάλι της Paolina. Είναι το χρυσό μήλο της Αφροδίτης, το φρούτο της νίκης της. Τη δική του Αφροδίτη. Τη δική του τέλεια νικήτρια Αφροδίτη.
Με προσβάλλει». Η γυναίκα στο άγαλμα που βρήκαμε μετά από τόσα χρόνια σκονισμένο, κουκουλωμένο στο υπόγειο της βίλας, κρατάει στο χέρι της ένα αλλόκοτο πράγμα». Την ίδια στιγμή στη Βασιλική της Santa Maria Gloriosa dei Frari στη Βενετία, μια ομάδα ιστορικών, συντηρητών έργων τέχνης, καθολικών ιερέων και καραμπινιέρων μιλούσαν υψηλόφωνα χειρονομώντας. Στέκονταν μπροστά στην τριγωνική πυραμίδα-μαυσωλείο που σχεδίασε ο Canova για τον Tiziano, το οποίο όμως μετά τον πρόωρο θάνατο του γλύπτη κατέληξε να γίνει το προσωπικό του μνημείο.
Προσπαθούσαν να καταλάβουν πώς ήταν δυνατόν να λείπει η καλά ταριχευμένη καρδιά του γλύπτη που βρισκόταν τοποθετημένη μέσα στο μαυσωλείο. Μόρφω Αυτό το πάθος της με τα λεπιδόπτερα ήταν τόσο άσβεστο, όσο και ανεξήγητο. Ξεκίνησε από τη μικρή της ηλικία όταν συνέλεγε εμμονικά όχι μόνο λεπιδόπτερα, αλλά και κάθε λογής έντομο και μικρό ερπετό.
ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ
Γέμιζε μικρά πλαστικά τάπερ και γυάλινα βάζα με σαμιαμίδια και σκαθάρια και τα κουβαλούσε στις ταβέρνες που έτρωγαν με τους γονείς της στις διακοπές και σε μικρές αποδράσεις των Σαββατοκύριακων για να τα μελετήσει όση ώρα έπληττε με τους μεγάλους. Ό,τι μπορούσε να συλλέξει, το συνέλεγε.
Όπως εκείνους τους μικρούς καρδινάλιους, τους κόκκινους με τις μαύρες βούλες, από τα ωραιότερα δείγματα εντόμων της οικογένειας των σκαθαριών. Σε μια εκδρομή που πήγε, μεγάλη πια μαθήτρια λυκείου, έχασε το λεωφορείο της επιστροφής, γιατί προτίμησε να μείνει για παρατήρηση στο σημείο όπου βρήκε τον σπάνιο, προστατευόμενο ελαφοκάνθαρο, το μεγαλύτερο και ομορφότερο σκαθάρι που υπάρχει.
Αργότερα στις σπουδές της που ήταν πάνω στη βιολογία και την εντομολογία έκανε πολλά και δύσκολα ταξίδια μελετώντας τους τερμίτες στις αφρικανικές χώρες και τις πεταλούδες Μονάρχη και Μόρφω στο Μεξικό. Αυτές οι τελευταίες ήταν εκτός από το διδακτορικό της και ο μεγάλος έρωτας της ζωής της. Τόσο όμορφες. Τόσο σπάνιες. Τόσο μπλε γιγάντιες. Τόσο εξωτικές.
Με όνομα το προσωνύμιο της θεάς Αφροδίτης που λεγόταν και Μορφώ. Τι ωραία πετούν οι πεταλούδες Μόρφω ελεύθερες μες στο δωμάτιο της έκθεσης εντόμων που είναι υπεύθυνη μήνες τώρα, ξεναγώντας επισκέπτες, κυρίως οικογένειες με παιδιά.
Οι ευμορφίες της με χρώματα που ρουφούν όλες τις αντανακλάσεις του φωτός παράγοντας το λαμπερό μπλε του ουρανού. Η επιστημονική κοινότητα διατείνεται πως η Μόρφω «γεννήθηκε από μεγάλα κέφια».
Ένα κόσμημα της φύσης. Το ψευδαισθητικό εκτυφλωτικό μπλε των φτερών της οφείλεται στην ιδιαίτερη δομή της επιφάνειας των φτερών της, που απορροφούν τις μπλε αποχρώσεις του φωτός και τις αναπαράγουν σε διάθλαση. Ένα αληθινό θαύμα της φύσης. Ένα συναρπαστικό πλάσμα που τη μάγευε και την καθήλωνε κάθε στιγμή που το παρατηρούσε. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και με όλους τους επισκέπτες της έκθεσης. Έβλεπε διαφορετικές συμπεριφορές από ενήλικες και παιδιά.
Οι περισσότερες από αυτές όμως την έθλιβαν. Δεν καταλάβαιναν, δεν σέβονταν την ευθραυστότητα του πλάσματος, προσπαθούσαν να τις αγγίξουν, δεν ακολουθούσαν τις οδηγίες της για να απολαύσουν τις ελεύθερες Μόρφω, όπως πετούσαν στο περιβάλλον που είχε δημιουργήσει για αυτές: ένα μεγάλο δωμάτιο με μια εξωτική ποικιλία από διάφορα πράσινα τροπικά πλατύφυλλα φυτά, με την ιδανική θερμοκρασία, ένταση φωτός και άλλους ατμοσφαιρικούς παράγοντες, τη χημεία των οποίων μόνο αυτή γνώριζε.
Κάθε λάθος σε αυτούς τους υπολογισμούς και οπωσδήποτε το ανθρώπινο άγγιγμα ανίδεων μπορούσε να βλάψει ανεπανόρθωτα τις λεπτεπίλεπτες λατρεμένες της. Μην τις αγγίζετε», έλεγε στους επισκέπτες. Ένα κοπάδι μεσόκοπες ευτραφέστατες κυρίες, έτοιμες να σκάσουν από το λίπος και το φαγητό που είχε προηγηθεί, κατέφτασαν στην έκθεση για να περάσουν την ώρα τους.
Είχαν προσπεράσει αηδιασμένες τους θαλάμους με τα γυάλινα κουβούκλια με τα μικρά ερπετά, μυρμήγκια, σκουλήκια, σκαθάρια κι άλλα έντομα και στριφογύριζαν στο μεγάλο δωμάτιο με τις γιγάντιες μπλε πεταλούδες Μόρφω, χαχανίζοντας, αλλά εντυπωσιασμένες από το σπάνιο θέαμα. Το ήξερε- της είχε ξανασυμβεί σε έκθεση εντόμων στο εξωτερικό, μόνο που μια κάμερα είχε καταγράψει το περιστατικό. Εδώ τέτοια μέσα δεν είχε για να προστατέψει τις πεταλούδες της, ούτε καν έναν άνθρωπο ασφαλείας.
Το κατάλαβε όταν οι λιπαρές κυρίες με τις επώνυμες μεγάλες τσάντες με τα χρυσά χερούλια και τα ευδιάκριτα αρχικά είχαν αποχωρήσει αγκαζέ. Οι σπάνιες πεταλούδες της ήταν είκοσι επτά.
Τώρα, στη γρήγορη καταμέτρηση που έκανε με δυσκολία, γιατί κάποιες κρύβονταν διπλωμένες στα φυλλώματα, ήταν είκοσι. Έλειπαν επτά πεταλούδες. Με τι είδους συνείδηση, τι άνθρωποι ήταν αυτοί που παράχωναν πεταλούδες στις τσάντες τους για να τις κρατήσουν σουβενίρ νεκρές; Εκτός αν φαντάστηκαν ότι μπορούν να τις κάνουν καρφίτσες.
Αισθάνθηκε ένα έντονο σφίξιμο στο στήθος σαν να της οι τσίχλες οκλαδόν καίνε το λίπος της κοιλιάς η αναπνοή. Ήταν κρίση άγχους και πανικού και σύγχυσης και θυμού και αδικίας. Βγήκε έξω στο μικρό κηπάριο με τα παγκάκια. Νόμιζε ότι δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Άρχισε να παίρνει βαθιές αναπνοές και να καταριέται την ελαφρότητα, την άγνοια, τη χυδαιότητα των ανθρώπων.
Seierstad Asne - O Vivliopolis Tis Kabul
Ήταν σαν να της είχαν απαγάγει μέλη της οικογένειάς της. Και μόνο που σκεφτόταν αυτά τα χοντρά δάχτυλα σαν οι καλύτερες μπάρες granola για απώλεια βάρους να παραχώνουν με επιδεξιότητα, έτσι για πλάκα, για χαβαλέ, για αναμνηστικό, τις πεταλούδες της στις τσάντες που υποδήλωναν κοινωνικό στάτους· την κυρία του βιοτέχνη, την κυρία του γιατρού, την κυρία του εργολάβου, την κυρία τίποτα, ήθελε μόνο να τις εκδικηθεί, τις μισούσε, μισούσε αυτόν τον ανυπόφορο κόσμο με την έλλειψη σεβασμού και τη μηδενιστική αντίληψη των πραγμάτων.
Τις έβλεπε όπως απομακρύνονταν, παρέα όπως ήρθαν. Θα χαχάνιζαν πάλι σίγουρα, θα σχολίαζαν και τη οι τσίχλες οκλαδόν καίνε το λίπος της κοιλιάς της έκθεσης, πώς γίνεται να ασχολείται νέα-γυναίκα με σκουλήκια, θα πήγαιναν να πιούν τον καφέ τους, να κουτσομπολέψουν και μετά στο σπίτι θα πετούσαν τα νεκρά τρόπαια εξόδου οι τσίχλες οκλαδόν καίνε το λίπος της κοιλιάς κάποιο συρτάρι ή και στα σκουπίδια.
Κάτι οφείλει να γίνει. Δεν μπορεί.
This topic does not exist yet
Κάτι πρέπει να συμβεί» αναλογιζόταν. Τότε, ενώ ακόμα οργισμένη τις παρατηρούσε, με μάτια που πετούσαν μικρές φλόγες, συνέβη κάτι απίστευτο. Οι χοντρές κυρίες από κοπάδι έγιναν σμήνος.